συνανάξω

συνανάξω
συνανά̱ξω , συνανάγω
carry back together
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
συνανάγω
carry back together
aor subj act 1st sg
συνανάγω
carry back together
fut ind act 1st sg
συνανάγω
carry back together
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
συνᾱνάξω , συνανάσσω
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
συνανάσσω
aor subj act 1st sg
συνανάσσω
fut ind act 1st sg
συνᾱνάξω , συνανάσσω
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
συνανάσσω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμβαπτίζω — ΜΑ 1. βαπτίζω κάποιον μαζί με άλλον («μὴ ἀπαξιώσης συμβαπτισθῆναι πένητι», Γρηγ. Ναζ.) 2. βαπτίζω κάποιον ώστε να τον ενσωματώσω στην πίστη τής Εκκλησίας («τὴν καλὴν παρακαταθήκην... ταύτην πιστεύω... ταύτη καὶ συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • συνανάγω — ΜΑ [ἀνάγω] ανυψώνω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλο (α. «ταύτη και συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ. β. «συνανήγαγε... ἡμᾱς εἰς οὐρανοὺς ἀνερχόμενος», Δαμασκ. Ι.) αρχ. 1. φέρνω πίσω μαζί 2. (σχετικά με θυσία ή εορτή) τελώ από κοινού («θυσίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”